- μεγαλογράμματος
- -η, -ο (Μ μεγαλογράμματος, -ον)νεοελλ.1. γραμμένος με μεγάλα γράμματα2. φρ. «μεγαλογράμματη γραφή» — γραφή με κεφαλαία γράμματαμσν.(για ιμάτιο) αυτός που έχει μεγάλα σχέδια σε σχήμα γραμμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -γράμμα, -ατος (πρβλ. μικρο-γράμματος)].
Dictionary of Greek. 2013.